- βασσαρίς
- βασσαρίς (-ίδος), η (Α) [βασσάρα]η βασσάρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βασσαρίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσαρίδας — βασσαρίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσαρίδες — βασσαρίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσαρίδεσσι — βασσαρίς fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσαρίδεσσιν — βασσαρίς fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσαρίδος — βασσαρίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσαρίδων — βασσαρίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσαρίσιν — βασσαρίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Дионис — (др. греч. Διόνυσος) … Википедия
Вакх — Дионис Дионис Бог вина и веселья Мифология: Древнегреческая В иных культурах: Бахус Отец: Зевс Мать: смертная женщина Семела … Википедия